Μαρία Παναγιώτου: Οι τρείς λογικές της Δικαιοσύνης: νομική, κοινωνική και ανθρώπινη

Η Δικαιοσύνη δεν είναι αφηρημένος μηχανισμός. Είναι ένας ζωντανός θεσμός που ενεργοποιείται από ανθρώπους, λειτουργεί μέσα σε κοινωνίες και εφαρμόζει νόμους που γεννήθηκαν από ιστορικές ανάγκες. Η λειτουργία της δεν υπακούει πάντοτε σε μία μόνο λογική. Συχνά, τρείς διαφορετικές λογικές συνυπάρχουν, συγκρούονται και διαμορφώνουν το τελικό αποτέλεσμα της δικαστικής κρίσης.

Η κατανόηση αυτών των τριών λογικών είναι απαραίτητη για να ερμηνευθεί γιατί η ίδια υπόθεση μπορεί να έχει διαφορετικές εκβάσεις, παρότι υπάγεται στο ίδιο νομικό πλαίσιο.

Η πρώτη είναι η νομική λογική. Πρόκειται για τη λογική του Νόμου, της διαδικασίας, της τεκμηρίωσης και της αιτιολογίας. Εκφράζεται μέσα από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και τη Συνταγματική επιταγή ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη. Στο πλαίσιο αυτό, το δικαστήριο οφείλει να στηρίζει την κρίση του σε αποδείξεις που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, να αξιολογεί την αξιοπιστία των μαρτύρων και να αθωώνει όταν η ενοχή δεν αποδεικνύεται πέραν πάσης αμφιβολίας. Η λογική αυτή είναι ψυχρή, συστηματική και προσανατολισμένη στη νομιμότητα. Είναι η λογική του κράτους δικαίου, όπου το άτομο προστατεύεται από τον αυθορμητισμό και την υποκειμενικότητα.

Η δεύτερη είναι η κοινωνική λογική. Εκκινεί από το συναίσθημα, τις αντιδράσεις και τις προσδοκίες της κοινωνίας. Η κοινή γνώμη συχνά απαιτεί παραδειγματισμό, ταχύτητα και δικαίωση των θυμάτων, αγνοώντας ότι ο ρόλος του δικαστηρίου δεν είναι να ικανοποιεί την κοινωνική οργή αλλά να ελέγχει αντικειμενικά την αλήθεια. Η κοινωνική λογική είναι ευμετάβλητη, διαμορφώνεται από τα μέσα ενημέρωσης και τη δημόσια συζήτηση και ασκεί ισχυρή πίεση στους δικαστικούς λειτουργούς. Όταν αυτή η λογική υπερισχύει, η Δικαιοσύνη χάνει την αμεροληψία της και μετατρέπεται σε μηχανισμό επιβεβαίωσης συλλογικών εντυπώσεων.

Η τρίτη είναι η ανθρώπινη λογική. Είναι η λογική του δικαστή ως φυσικού προσώπου, με τη δική του συνείδηση, τις εμπειρίες, τις αξίες και τις προσλαμβάνουσες που έχει και ενδεχομένως και τις προκαταλήψεις που κουβαλά. Ο νόμος τον καλεί να αποφασίζει κατά συνείδηση, όμως η συνείδηση αυτή δεν είναι ποτέ απολύτως ουδέτερη. Επηρεάζεται από την παιδεία, το φύλο, την ηλικία, τις κοινωνικές προσλαμβάνουσες και το προσωπικό αίσθημα δικαίου. Η ανθρώπινη λογική προσδίδει ανθρωπιά στη διαδικασία, αλλά μπορεί και να εισαγάγει προκατάληψη και μεροληψία. Εάν παραμείνει υπό έλεγχο, εξανθρωπίζει τη Δικαιοσύνη. Αν υπερισχύσει, την αλλοιώνει.

Το πρόβλημα αρχίζει όταν οι τρείς αυτές λογικές παύουν να συνυπάρχουν αρμονικά. Η νομική λογική χωρίς την ανθρώπινη γίνεται άκαμπτη και απάνθρωπη. Η κοινωνική χωρίς τη νομική καταλήγει σε όχλο. Η ανθρώπινη χωρίς τη νομική μετατρέπει τη δίκη σε πεδίο ενστίκτων. Η ισορροπία τους είναι λεπτή και απαιτεί υψηλή παιδεία, θεσμική ωριμότητα και συνειδητή αποστασιοποίηση από τις επιδράσεις του περιβάλλοντος.

Η απονομή δικαιοσύνης είναι επιτυχής μόνο όταν η νομική λογική ηγείται, η ανθρώπινη την συμπληρώνει και η κοινωνική παραμένει εκτός αιθούσης. Ο δικαστής οφείλει να βλέπει τον άνθρωπο, αλλά να αποφασίζει για την πράξη. Ο εισαγγελέας οφείλει να ασκεί δίωξη όταν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, όχι όταν υπάρχει κοινωνική απαίτηση. Και η κοινωνία οφείλει να σέβεται ότι η αθώωση δεν είναι ατιμωρησία αλλά επιβεβαίωση ότι ο Νόμος λειτουργεί.

Η Δικαιοσύνη δεν θα πάψει ποτέ να κινείται ανάμεσα σε αυτές τις τρείς λογικές. Το ζητούμενο είναι να θυμάται πάντοτε ποιά από τις τρείς είναι εκείνη που τη νομιμοποιεί. Και δεν είναι άλλη από τη λογική του Νόμου.

Μαρία Εμμ. Παναγιώτου

Δικηγόρος Αθηνών

Γραμματέας Πράσινου Κινήματος