Η αγροοικολογία προσφέρει λύση στην πείνα
- Άρθρο του Δημοσιογράφου – Συγγραφέα, επικεφαλής του Πολιτικού Σχεδιασμού του Πράσινου Κινήματος, κ. Χρήστου Η. Χαλαζιά
Η σημερινή πείνα μοιάζει φρικτή και σωτήρια συγχρόνως φρικτή. Πάνω από δυο δισεκατομμύρια άτομα πλήττονται από υποσιτισμό, ενώ εννέα εκατομμύρια πεθάνουν ετησίως.
Θα μπορούσαμε να αποφύγουμε αυτή την κρίση πραγματοποιώντας άλλες κοινωνικές επιλογές. Οι λύσεις αντικατάστασης, οι οποίες τεχνικά είναι ρεαλιστικές και αποτελεσματικές, καθώς συγκροτούνται από ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης, δεν λείπουν. Ωστόσο η ταυτοποίησή τους προϋποθέτει την ταυτοποίηση των αιτίων του μαρασμού.
Πρώτα από όλα, έχουμε την πρόσφατη όξυνση της κρίσης. Εκτατό εκατομμύρια επιπλέον θύματα πείνας καταγράφονταν σ’ ένα χρόνο. Η συγκεκριμένη καταστροφή προκλήθηκε από την εκτίναξη των τιμών των γεωργικών προϊόντων σε παγκόσμιο επίπεδο, το 2007 – 2008 η οποία έχει διαφορετικό αντίκτυπο στις εσωτερικές αγορές, σε σχέση με την σημερινή κρίση 2019 – 2022.
Στις αγορές, η μαζική παρέμβαση κερδοσκοπιών κεφαλαίων επιταχύνει και διευρύνει τα κινήματα αύξησης των τιμών. Επιβαρυντικός παράγοντας της υπερτίμησης του πετρελαίου, φυσικού αερίου, η οποία επιφέρει με τη σειρά της, την υπερτίμηση των χημικών εισροών των μεταφορών και της ενέργειας.
Η άνοδος , όμως, του αριθμού των θεμάτων του υποσιτισμού δεν εξηγείται μόνο από αυτούς τους παράγοντες. Προκύπτει, κατ’ αρχάς, από την τεράστια φτώχεια που χαρακτηρίζει την καθημερινότητα, για τον επιπλέον λόγο, οι τιμές των τροφίμων έχουν πάρει φωτιά. Έτσι το 80% των ανθρώπων που πλήττονται από το φαινόμενο είναι αγρότες: 50% μικροκαλλιεργητές, 10% εκτροφές και 20% οι κλήροι καλλιεργητές.
Όσο για το 20% των κατοίκων των πόλεων μαστίζονται από την πείνα, πρόκειται, εν μέρει, για άτομα που έχουν μετοικήσει στις πόλεις από αγροτικές περιοχές, με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής. Το ερώτημα διαμορφώνεται, λοιπόν ως εξής: Γιατί τόσοι αγρότες ζουν στη φτώχεια.
Η απάντηση μοιάζει θλιβερά απλή. Στις διεθνής, εθνικές και τοπικές αρχές που είναι αρμόδιες για θέματα αγροτικής και εμπορικής πολιτικής, οι αποφάσεις, γενικά, λαμβάνονται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των αγροτών. Αυτό, εξάλλου, μαρτυρούν και τα μέτρα που προβλέπονται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ), οι πολιτικές διαθρωτικής προσαρμογής της παγκόσμιας τράπεζας και του Διεθνές Νομισματικού ταμείου, οι συμφωνίες ελεύθερης συναλλαγής και οι πολιτικές εξαγωγικής γεωργίας που υιοθετούν ορισμένα κράτη η περιοχές του κόσμου, όπως ΗΠΑ, Ε.Ε ή Βραζιλία κ.α.
Τα μέτρα του ΠΟΕ περιλαμβάνουν το άνοιγμα των συνόρων, την εγκατάλειψη της διαχείρισης της προσφοράς (με την προσαρμογή της ζήτησης), τη διάλυση των μηχανισμών αποθήκευσης των αποθεμάτων και των γραφείων εμπορευματοποίησης.
Οι παράγοντες που οδηγούν στην εκ πτώχευση του αγροτικού πληθυσμού είναι πολλοί: έλλειψη πρόσβασης στη γη, ιστορικά άνιση αναδιανομή των κερδών της παραγωγικότητας που προέρχονται από την «πράσινη επανάσταση» η ακόμη και μείωση της κρατικής βοήθειας στην ανάπτυξη. Παρουσιάζουν, ωστόσο ως κοινό παρανομαστή την άρνηση της «πολιτείας» να εγγυηθεί την ανάπτυξη βιώσιμων αγροτικών καλλιεργειών.
Συνεπώς, η επαναφορά της ισορροπίας στις σχέσεις μεταξύ των παραγόντων φαίνεται κρίσιμη, τόσο ενισχύοντας τη δύναμη των αγροτικών οργανώσεων όσο και μειώνοντας αυτήν της αγροδιατροφικής βιομηχανίας και της μεγάλης διανομής. Η επιπλέον επένδυση είναι θεμελιώδης – όχι όμως, υπό οποιεσδήποτε προϋποθέσεις.
Δεκαετίες στήριξης της εντατικής αγροτικής βιομηχανίας έδειξαν τα όριά της. Η αγροικολογία προσφέρει λύσεις που επιτρέπουν να αυξηθεί η παραγωγή συνδυάζουν, παράλληλα, τον σεβασμό στον πλανήτη, περιορίζοντας, κυρίως, τον αντίκτυπο στην κλιματική αλλαγή. Χρειάζεται εφαρμογή πολιτικών που θα εγγυώνται την πρόσβαση στη γη, στους σπόρους και το πόσιμο νερό. Η ανείπωτη αύξηση του αριθμού των θυμάτων πείνας το 2023, οδηγεί, τελικά, στο βασικό ερώτημα: Ποιο αγροτικό και επισιτιστικό μοντέλο θέλουμε, απορρίπτοντας τα χημικά τρόφιμα;