Νομοθετικό παραθυράκι για συγγενείς πολιτικών: Πλήγμα στη διαφάνεια και την αξιοπιστία.

  • Της Μαρίας Παναγιώτου*

Στις 14 Μαΐου 2025 ψηφίστηκε από το ελληνικό Κοινοβούλιο, μία τροπολογία η οποία επιτρέπει στους συζύγους και συγγενείς πρώτου βαθμού πολιτικών προσώπων, να συμμετέχουν σε εταιρείες με έδρα στο εξωτερικό, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές οι εταιρείες βρίσκονται σε χώρες που συνεργάζονται φορολογικά με την Ελλάδα και δεν θεωρούνται φορολογικοί παράδεισοι.
Αυτή η τροπολογία, έρχεται και τροποποιεί το άρθρο 8 του νόμου 3213/2003 περί «Πόθεν Έσχες» και ευλόγως έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στην κοινωνία, αφού μειώνει τη διαφάνεια στο πολιτικό μας σύστημα και συνάμα εγείρει σοβαρές ενστάσεις από νομική, ηθική και πολιτική σκοπιά.
Παρά τις επίσημες διαβεβαιώσεις περί διαφάνειας, η τροπολογία ενέχει σημαντικούς κινδύνους να τη διαβρώσει.
Η συμμετοχή συγγενών πολιτικών σε αλλοδαπές εταιρείες, έστω και «νομότυπες», δημιουργεί ένα πεδίο σκοτεινό που δύσκολα μπορεί να ελεγχθεί.
Το αποτέλεσμα δηλαδή, θα είναι η δημιουργία παράθυρων διαφυγής, μέσα από τα οποία μπορεί να διοχετεύεται πολιτικό ή επιχειρηματικό συμφέρον κατά τη στιγμή την οποία ο μέσος πολίτης υπόκειται σε εξονυχιστικούς φορολογικούς ελέγχους και περιορισμούς.
Έρχεται αυτή η νομοθετική εξαίρεση υπέρ συγγενών πολιτικών για να μας στείλει ένα σαφές μήνυμα. Το πολιτικό προσωπικό και το περιβάλλον του μπορούν να απολαμβάνουν ευνοϊκή μεταχείριση!
Επιλέγουν να πλήττουν ευθέως το αίσθημα ισονομίας και να συνεχίζουν ακάθεκτοι να υπονομεύουν την εμπιστοσύνη των πολιτών προς στους θεσμούς. Ακόμη κι αν κάποιος καλοπροαίρετος σκεφτεί ότι οι εταιρείες δεν εδρεύουν σε φορολογικούς παραδείσους, η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι, οι πολυεπίπεδες και πολυεθνικές δομές, συχνά δυσχεραίνουν τον έλεγχο προέλευσης χρημάτων και σχέσεων επιρροής. Είναι πρακτικά αδύνατον να εξασφαλιστεί ότι η συμμετοχή ενός συζύγου ή τέκνου σε εταιρεία εξωτερικού δεν χρησιμοποιείται ως δίαυλος αθέμιτης πολιτικής επιρροής ή απόκρυψης περιουσιακών στοιχείων με αποτέλεσμα να καταλήγουμε στην αδυναμία του ουσιαστικού ελέγχου. Το ειρωνικό είναι ότι στην εποχή που ζούμε και σε μια κοινωνία που βιώνει οικονομικές πιέσεις και θεσμική φθορά, τέτοιες τροπολογίες λειτουργούν ως επιβεβαίωση του πολιτικού κυνισμού και αδιαφορίας. Αντί να ενισχύεται η λογοδοσία, δημιουργούνται συνθήκες ανοχής σε συμπεριφορές που, αν και νομικά επιτρεπτές, παραμένουν ηθικά αμφιλεγόμενες.
Η τροπολογία τούτη, μοιάζει να αναπαράγει πρακτικές πελατειακού κράτους, με συγγενείς και περιβάλλον πολιτικών να διατηρούν προσβάσεις και δυνατότητες επιχειρηματικής δραστηριότητας σε διεθνές επίπεδο, χωρίς δημόσια λογοδοσία. Το πολιτικό προσωπικό δηλαδή, παραμένει συνδεδεμένο με ένα δίκτυο ισχύος που δύσκολα θα ελέγχεται.
Το μόνο σίγουρο κατά την άποψη μου, είναι ότι η εν λόγω ρύθμιση, δεν ανταποκρίνεται στο αίτημα της κοινωνίας για περισσότερη διαφάνεια, αλλά αντίθετα, φαίνεται να θεσμοθετεί μιά νέα μορφή νόμιμης ασυλίας, σε μια χώρα με έντονα φορτισμένο πολιτικό παρελθόν. Τέτοιες ρυθμίσεις όχι μόνο προκαλούν και διαβρώνουν τους θεσμούς που απαξιώνονται ακόμα περισσότερο προς την κοινωνία, αλλά ούτε ενισχύουν την εμπιστοσύνη των πολιτών έναντι του κράτους.
Το ερώτημα μου είναι απλό.
Τους ενδιαφέρει;

*Η Μαρία Παναγιώτου είναι Δικηγόρος Αθηνών και Γενική Γραμματέας του Πράσινου Κινήματος.