Μαρία Παναγιώτου: Νέα βιτρίνα εκχώρησης, το Υπερταμείο μετεξελίχθηκε σε Ταμείο Καινοτομίας και Υποδομών.
Το Υπερταμείο, το θεσμικό μόρφωμα που ιδρύθηκε με τον νόμο 4389/2016, παρουσιάστηκε ως εργαλείο «αξιοποίησης» της δημόσιας περιουσίας ενώ στην πραγματικότητα, αποτέλεσε προϊόν μνημονιακής πίεσης και ενσάρκωσε την ιδέα ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να διαχειριστεί μόνη της τα στρατηγικά της περιουσιακά στοιχεία. Ένα όχημα που συγκέντρωσε τις ΔΕΚΟ, το ΤΑΙΠΕΔ και την ΕΤΑΔ, μετατρέποντας το κράτος σε έναν ιδιότυπο διαχειριστή εταιρικού χαρτοφυλακίου και όχι σε κυρίαρχη οντότητα που σχεδιάζει την πολιτική της.
Η «Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε.» στην προσπάθεια να αποτινάξει το στίγμα και το βάρος του παρελθόντος, φόρεσε καινούργιο κουστουμάκι και βαπτίστηκε για χάρη της επικοινωνιακής ταυτότητας (branding)
ως Growthfund.
Στην ουσία τίποτα δεν άλλαξε αφού το θεσμικό πλαίσιο είναι το ίδιο, οι δεσμεύσεις είναι ίδιες, όπως επίσης και η εξάρτηση από τους δανειστές και τις αγορές είναι ίδια.
Η κορύφωση αυτού του αφηγήματος ήρθε στις 16 Σεπτεμβρίου του 2025, όταν στο Athens International Investors Summit ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσε την ίδρυση του Ελληνικού Ταμείου Καινοτομίας & Υποδομών (Hellenic Innovation & Infrastructure Fund) (HIIF), παρουσιάζοντάς το, ως επενδυτικό άλμα προς τα εμπρός, το οποίο σηματοδοτεί τη μετεξέλιξη του Υπερταμείου σε μια σύγχρονη πλατφόρμα διαχείρισης του εθνικού μας πλούτου (sovereign wealth platform).
Δίπλα του, και όχι τυχαία, βρισκόταν ο αντιπρόεδρος της BlackRock, του μεγαλύτερου διαχειριστή κεφαλαίων στον κόσμο, που έχει αναλάβει συμβουλευτικό ρόλο στη διαμόρφωση της στρατηγικής του Υπερταμείου.
Το μήνυμα είναι σαφές. Η Ελλάδα βγαίνει στη βιτρίνα της διεθνούς αγοράς ως επενδυτική πλατφόρμα και όχι ως κυρίαρχο κράτος.
Ποιοι είναι οι κίνδυνοι;
Άραγε οι όροι των συνεπενδύσεων θα παραδώσουν δικαιώματα ελέγχου σε ιδιώτες;
Θα παραπέμπουν τυχόν διαφορές σε διεθνή διαιτητικά φόρα και θα υποθηκεύσουν κρίσιμες υποδομές ως εξασφαλίσεις;
Και όλα αυτά τα ερωτήματα, αν απαντηθούν καταφατικά, σημαίνει ότι η κυριαρχία της χώρας μας, δεν χάνεται με μια κίνηση, αλλά διαβρώνεται βήμα-βήμα μέσα από ρήτρες και συμβόλαια που δεν βλέπει ποτέ ο έλληνας πολίτης.
Δεν χρειάζεται να πάμε μακριά για να δούμε τι σημαίνει η εκχώρηση στρατηγικών υποδομών. Η Μεγάλη Βρετανία είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Η ιδιωτικοποίηση του νερού, υποσχέθηκε αποδοτικότητα και επενδύσεις.
Στην πράξη όμως, κατέληξε σε υπερμόχλευση εταιρειών, γήρανση δικτύων, υποεπενδύσεις και σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα.
Η κρίση της Thames Water έγινε σύμβολο αυτής της αποτυχίας με χρέη, ρύπανση και τιμολόγια που καλούνται να τα πληρώσουν οι πολίτες, ενώ οι μέτοχοι απολάμβαναν μερίσματα. Το κράτος καλείται πλέον να παρέμβει σε έναν τομέα που δεν θα έπρεπε ποτέ να έχει εκχωρηθεί ολοκληρωτικά.
Παράλληλα, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο το 2018 κατέγραψε τα σοβαρά προβλήματα που συνοδεύουν τις Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα.
Στην Ειδική Έκθεση με αριθμό 09/2018, τόνισε ότι τα έργα PPPs είχαν συχνά καθυστερήσεις, υπερβάσεις κόστους και αναποτελεσματικές δαπάνες, υπογραμμίζοντας ότι τα υποτιθέμενα οφέλη σπάνια υλοποιήθηκαν στην πράξη.
Οι ευρωπαϊκές εμπειρίες δείχνουν ότι το κράτος δεν απαλλάσσεται από το βάρος, αντιθέτως συχνά καταλήγει να πληρώνει περισσότερα, ενώ ο ιδιώτης έχει διασφαλίσει τις αποδόσεις του.
Η Ελλάδα βαδίζει τώρα στον ίδιο δρόμο, με τη διαφορά ότι το κάνει ντυμένη με τον μανδύα της «καινοτομίας» και της «βιώσιμης ανάπτυξης». Όμως, πίσω από τα ωραία λογότυπα και τα επικοινωνιακά πάνελ, κρύβεται το ίδιο πρόβλημα που δεν είναι άλλο από το ποιός τελικά αποφασίζει για το μέλλον των στρατηγικών μας υποδομών;
Είναι το Ελληνικό Δημόσιο που ασκεί πολιτική, ή είναι οι διεθνείς επενδυτές που απαιτούν απόδοση κεφαλαίου και κρατικές εγγυήσεις;
Η απάντηση δεν βρίσκεται ούτε στα ΦΕΚ ούτε στα δελτία τύπου. Βρίσκεται στα ψιλά γράμματα των συμβάσεων που θα υπογραφούν. Αν εκεί μέσα κρύβονται ρήτρες που δένουν τα χέρια του κράτους, τότε η κυριαρχία μας, δεν θα χαθεί με μια θεαματική κίνηση, αλλά θα εκχωρηθεί σιωπηλά, κομμάτι-κομμάτι, και τότε, η μετονομασία του Υπερταμείου σε Growthfund θα μείνει στην ιστορία όχι ως πράξη εκσυγχρονισμού, αλλά ως το βήμα που επισφράγισε την πορεία μιας χώρας προς την καθεστωτική εξάρτηση από τα διεθνή κεφάλαια.
Το ερώτημα είναι, αν τελικά φτιάχνουμε ένα ταμείο για να χτίσουμε την ανάπτυξη της Ελλάδας ή θεσμοθετούμε την Ελλάδα ως θυγατρική ενός παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος;
Αν δεν απαντήσουμε τώρα, η απάντηση θα δοθεί αργότερα στις αίθουσες διεθνούς διαιτησίας και στους λογαριασμούς που θα κληθούμε εμείς οι πολίτες να πληρώσουμε.
Μαρία Παναγιώτου, Γενική Γραμματέας Πράσινου Κινήματος, Δικηγόρος Αθηνών